ἐλάττωμα

ἐλάττωμα
ἐλάττωμα, ατος, τό (Polyb., Dionys. Hal.; Diod S 11, 62, 2; 12, 4, 4; Vett. Val. 265, 5; Philostrat., Vi. Apoll. 8, 7 p. 310, 31; ins; PTebt 97, 1 [118 B.C.]; BGU 1060, 26; LXX; TestJos 17:2; Jos., C. Ap. 1, 256; Ar. 7:3; Tat. 11:1) pert. to deficiency in quality, defect Hs 9, 9, 6.—DELG s.v. ἐλαχύς.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐλάττωμα — inferiority neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελάττωμα — το (AM ἐλάττωμα) 1. μειονέκτημα 2. μειονέκτημα, σωματική ατέλεια («σωματικό ελάττωμα», «ἐλάττωμα περὶ τὴν ὄψιν», «ἐλάττωμα περὶ τὴν λέξιν») 3. μειονέκτημα, ψυχική ή ηθική κατωτερότητα («το ελάττωμα τής κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα») …   Dictionary of Greek

  • ελάττωμα — το, ατος 1. ό,τι είναι κατώτερο από αυτό που πρέπει, μειονέκτημα σωματικό ή πνευματικό, κουσούρι. 2. (για άψυχα), έλλειψη, που έχει ως επακόλουθο πλημμελή λειτουργία του πράγματος: Το σπίτι έχει το ελάττωμα να μην έχει καλοριφέρ. 3. εκδήλωση ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελάττωμα δέκτη — Ελάττωμα σε έναν δέκτη το οποίο εμποδίζει τη χημική ουσία, η οποία κανονικά συνδέεται με αυτόν, να εκδηλώσει το αποτέλεσμά της …   Dictionary of Greek

  • ἐλάττωμ' — ἐλάττωμα , ἐλάττωμα inferiority neut nom/voc/acc sg ἐλάσσωμι , ἐλαύνω drive aor subj act 1st sg (epic) ἐλάσσωμαι , ἐλαύνω drive aor subj mid 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττωμάτων — ἐλάττωμα inferiority neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττώμασι — ἐλάττωμα inferiority neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττώμασιν — ἐλάττωμα inferiority neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττώματα — ἐλάττωμα inferiority neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττώματι — ἐλάττωμα inferiority neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττώματος — ἐλάττωμα inferiority neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”